- ἀποκίδναμαι
- ἀποκίδνᾰμαι,A spread abroad from a place, A.R.4.133, Arat.735, D.P.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκίδναμαι — ἀποκίδναμαι (Α) [κίδναμαι] παθ. διασκορπίζομαι … Dictionary of Greek